Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχοδομίᾱ
τειχολέτις
τειχομάχᾱς
τειχομαχέω
τειχομαχίᾱ
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείως
τεκεῖν
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
View word page
τειχοφυλακέω
τειχοφυλακέωcontr.vbτειχοφύλαξ guard a wall, do sentry dutyPlu.

ShortDef

to guard the walls

Debugging

Headword:
τειχοφυλακέω
Headword (normalized):
τειχοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
τειχοφυλακεω
IDX:
39396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39397
Key:
τειχοφυλακέω

Data

{'headword_display': '<b>τειχοφυλακέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>τειχοφυλακέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>τειχοφύλαξ</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>guard a wall, do sentry duty</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'τειχοφυλακέω'}