Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Τειρεσίᾱς
τείρω
τείσω
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήρης
τειχίζω
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχοδομίᾱ
τειχολέτις
τειχομάχᾱς
τειχομαχέω
τειχομαχίᾱ
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
View word page
τείχισμα
τείχισμαατοςn walled placefortificationTh. Call. Plu.

ShortDef

a wall

Debugging

Headword:
τείχισμα
Headword (normalized):
τείχισμα
Headword (normalized/stripped):
τειχισμα
IDX:
39387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39388
Key:
τείχισμα

Data

{'headword_display': '<b>τείχισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τείχισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>walled place</Def><Tr>fortification</Tr><Au>Th. Call. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τείχισμα'}