Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τέθηπα
τεθήσομαι
τέθλασμαι
τέθμιος
τέθναθι
τεθνάναι
τεθνεώς
τεθορυβημένως
τέθραμμαι
τεθριπποβᾱ́μων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
τεθυωμένος
τεί
τεῖδε
τείνυμαι
τείνω
τεῖος
τείρεα
View word page
τεθριππο-βάτης
τεθριππο-βάτηςεωIon.m driver of a four-horse chariotHdt.

ShortDef

driver of a four-horse chariot

Debugging

Headword:
τεθριπποβάτης
Headword (normalized):
τεθριπποβάτης
Headword (normalized/stripped):
τεθριπποβατης
IDX:
39366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39367
Key:
τεθριπποβάτης

Data

{'headword_display': '<b>τεθριππο-βάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τεθριππο-βάτης</HL><Infl>εω</Infl><PS>Ion.m</PS></HG> <nS1><Tr>driver of a four-horse chariot</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τεθριπποβάτης'}