Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
τᾱ́ων
ταὧς
τε
τέ
τεαύτᾱ
τέγγω
Τεγέᾱ
View word page
ταχύ-ρροθος
ταχύ-ρροθοςονadjῥόθος of a messenger's reportquickly creating a hubbubpanic-makingA.

ShortDef

swift-rushing

Debugging

Headword:
ταχύρροθος
Headword (normalized):
ταχύρροθος
Headword (normalized/stripped):
ταχυρροθος
IDX:
39337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39338
Key:
ταχύρροθος

Data

{'headword_display': '<b>ταχύ-ρροθος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ταχύ-ρροθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥόθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a messenger's report</Indic><Def>quickly creating a hubbub</Def><Tr>panic-making</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ταχύρροθος'}