Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
τᾱ́ων
ταὧς
τε
τέ
τεαύτᾱ
τέγγω
View word page
ταχύ-πωλος
ταχύ-πωλοςονadjπῶλος epith. of the Greeks, the Myrmidonsswift-horsedIl.of KastorTheoc.

ShortDef

with fleet, swift horses

Debugging

Headword:
ταχύπωλος
Headword (normalized):
ταχύπωλος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπωλος
IDX:
39336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39337
Key:
ταχύπωλος

Data

{'headword_display': '<b>ταχύ-πωλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταχύ-πωλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πῶλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>epith. of the Greeks, the Myrmidons</Indic><Tr>swift-horsed</Tr><Au>Il.</Au><aS2><Indic>of Kastor</Indic><Au>Theoc.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ταχύπωλος'}