Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
τᾱ́ων
ταὧς
τε
τέ
τεαύτᾱ
View word page
ταχύ-πτερος
ταχύ-πτεροςονadjπτερόν of breezesswift-wingedA.

ShortDef

swift-winged

Debugging

Headword:
ταχύπτερος
Headword (normalized):
ταχύπτερος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπτερος
IDX:
39335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39336
Key:
ταχύπτερος

Data

{'headword_display': '<b>ταχύ-πτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταχύ-πτερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πτερόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of breezes</Indic><Tr>swift-winged</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ταχύπτερος'}