Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
τᾱ́ων
ταὧς
τε
τέ
View word page
ταχύ-πτερνος
ταχύ-πτερνοςονadjπτέρνη of horseswith swift heelsswift-footedThgn.

ShortDef

swift-footed

Debugging

Headword:
ταχύπτερνος
Headword (normalized):
ταχύπτερνος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπτερνος
IDX:
39334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39335
Key:
ταχύπτερνος

Data

{'headword_display': '<b>ταχύ-πτερνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταχύ-πτερνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πτέρνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses</Indic><Def>with swift heels</Def><Tr>swift-footed</Tr><Au>Thgn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ταχύπτερνος'}