Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταχυεργίᾱ
ταχυήρης
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
τᾱ́ων
ταὧς
View word page
ταχύ-ποτμος
ταχύ-ποτμοςονadjπότμος of the human raceswift-doomed, short-livedPi.

ShortDef

short-lived

Debugging

Headword:
ταχύποτμος
Headword (normalized):
ταχύποτμος
Headword (normalized/stripped):
ταχυποτμος
IDX:
39332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39333
Key:
ταχύποτμος

Data

{'headword_display': '<b>ταχύ-ποτμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταχύ-ποτμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πότμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the human race</Indic><Tr>swift-doomed, short-lived</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ταχύποτμος'}