Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταχυβάτᾱς
ταχύβουλος
ταχυεργίᾱ
ταχυήρης
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυτής
View word page
ταχύ-πομπος
ταχύ-πομποςονadjπέμπω of pursuitprob.offering swift escortto those pursuedswiftly accompanyingA.

ShortDef

quick-sailing

Debugging

Headword:
ταχύπομπος
Headword (normalized):
ταχύπομπος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπομπος
IDX:
39330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39331
Key:
ταχύπομπος

Data

{'headword_display': '<b>ταχύ-πομπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταχύ-πομπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πέμπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of pursuit</Indic><Qualif>prob.</Qualif><Def>offering swift escort<Expl>to those pursued</Expl></Def><Tr>swiftly accompanying</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ταχύπομπος'}