Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταχυάλωτος
ταχυβάτᾱς
ταχύβουλος
ταχυεργίᾱ
ταχυήρης
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
ταχύς
View word page
ταχύ-πλους
ταχύ-πλουςουνAtt.adjπλόος sailing swiftlyof a command to rowersto make a ship speed alongE.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταχύπλους
Headword (normalized):
ταχύπλους
Headword (normalized/stripped):
ταχυπλους
IDX:
39329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39330
Key:
ταχύπλους

Data

{'headword_display': '<b>ταχύ-πλους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταχύ-πλους</HL><Infl>ουν</Infl><PS>Att.adj</PS><Ety><Ref>πλόος</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>sailing swiftly</Def><aS2><Indic>of a command to rowers</Indic><Tr>to make a ship speed along</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ταχύπλους'}