Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταχύ
ταχυάλωτος
ταχυβάτᾱς
ταχύβουλος
ταχυεργίᾱ
ταχυήρης
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρρωστος
View word page
ταχυπλοέω
ταχυπλοέωcontr.vbταχύπλους of a shiphave the capacity to sail quicklybe fastPlb.

ShortDef

sail fast

Debugging

Headword:
ταχυπλοέω
Headword (normalized):
ταχυπλοέω
Headword (normalized/stripped):
ταχυπλοεω
IDX:
39328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39329
Key:
ταχυπλοέω

Data

{'headword_display': '<b>ταχυπλοέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ταχυπλοέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ταχύπλους</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a ship</Indic><Def>have the capacity to sail quickly</Def><Tr>be fast</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ταχυπλοέω'}