Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταχέως
ταχινός
τάχιστος
τάχος
ταχύ
ταχυάλωτος
ταχυβάτᾱς
ταχύβουλος
ταχυεργίᾱ
ταχυήρης
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
View word page
ταχύ-μορος
ταχύ-μοροςονadjμόρος of a rumourswift-doomedshort-livedA.

ShortDef

quickly dying, shortlived

Debugging

Headword:
ταχύμορος
Headword (normalized):
ταχύμορος
Headword (normalized/stripped):
ταχυμορος
IDX:
39324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39325
Key:
ταχύμορος

Data

{'headword_display': '<b>ταχύ-μορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταχύ-μορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a rumour</Indic><Def>swift-doomed</Def><Tr>short-lived</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ταχύμορος'}