Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταφών
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχιστος
τάχος
ταχύ
ταχυάλωτος
ταχυβάτᾱς
ταχύβουλος
ταχυεργίᾱ
ταχυήρης
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
View word page
ταχυεργίᾱ
ταχυεργίᾱᾱςfἔργον speed of actionby a personX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταχυεργίᾱ
Headword (normalized):
ταχυεργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ταχυεργια
IDX:
39322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39323
Key:
ταχυεργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ταχυεργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ταχυεργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>speed of action<Expl>by a person</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ταχυεργίᾱ'}