Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τάφρος
ταφών
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχιστος
τάχος
ταχύ
ταχυάλωτος
ταχυβάτᾱς
ταχύβουλος
ταχυεργίᾱ
ταχυήρης
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
ταχύπομπος
ταχύπορος
View word page
ταχύ-βουλος
ταχύ-βουλοςονadjβουλή pejor.hasty in reaching a decisionAr.

ShortDef

hasty in counsel

Debugging

Headword:
ταχύβουλος
Headword (normalized):
ταχύβουλος
Headword (normalized/stripped):
ταχυβουλος
IDX:
39321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39322
Key:
ταχύβουλος

Data

{'headword_display': '<b>ταχύ-βουλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταχύ-βουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βουλή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>hasty in reaching a decision</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ταχύβουλος'}