Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τάφρευμα
ταφρεύω
τάφρος
ταφών
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχιστος
τάχος
ταχύ
ταχυάλωτος
ταχυβάτᾱς
ταχύβουλος
ταχυεργίᾱ
ταχυήρης
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
ταχυπειθής
ταχυπλοέω
ταχύπλους
View word page
ταχυ-άλωτος
ταχυ-άλωτοςονadjἁλωτός of a countryquickly conquerableHdt.

ShortDef

conquered quickly

Debugging

Headword:
ταχυάλωτος
Headword (normalized):
ταχυάλωτος
Headword (normalized/stripped):
ταχυαλωτος
IDX:
39319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39320
Key:
ταχυάλωτος

Data

{'headword_display': '<b>ταχυ-άλωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταχυ-άλωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἁλωτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a country</Indic><Tr>quickly conquerable</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ταχυάλωτος'}