Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
τάφος
τάφος
ταφρείᾱ
τάφρευμα
ταφρεύω
τάφρος
ταφών
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχιστος
τάχος
ταχύ
ταχυάλωτος
ταχυβάτᾱς
ταχύβουλος
ταχυεργίᾱ
ταχυήρης
ταχύμορος
ταχυναυτέω
ταχῡ́νω
View word page
τάχιστος
τάχιστος
superl.adj.
see
ταχύς
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τάχιστος
Headword (normalized):
τάχιστος
Headword (normalized/stripped):
ταχιστος
IDX:
39316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39317
Key:
τάχιστος
Data
{'headword_display': '<b>τάχιστος</b>', 'content': '<XE><RefFm>τάχιστος<LblR>superl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ταχύς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τάχιστος'}