Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταφεῖν
ταφεύς
ταφή
ταφήιος
ταφῆναι
τάφιος
τάφον
τάφος
τάφος
ταφρείᾱ
τάφρευμα
ταφρεύω
τάφρος
ταφών
τάχα
ταχέως
ταχινός
τάχιστος
τάχος
ταχύ
ταχυάλωτος
View word page
τάφρευμα
τάφρευμαατοςn trench, ditchPl.

ShortDef

ditch

Debugging

Headword:
τάφρευμα
Headword (normalized):
τάφρευμα
Headword (normalized/stripped):
ταφρευμα
IDX:
39309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39310
Key:
τάφρευμα

Data

{'headword_display': '<b>τάφρευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τάφρευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>trench, ditch</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τάφρευμα'}