Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταρχῡ́ω
τᾱ́ς
τᾶσδε
τάσις
τάσσω
τᾱτάομαι
ταῦ
Τᾱΰγετον
ταύρειος
ταυρηδόν
Ταυρικός
ταυρόδετος
Ταῦροι
ταυρόκερως
ταυρόκολλα
ταυρόκρᾱνος
ταυροκτονέω
ταυροκτόνος
ταυρόμορφος
ταυρόομαι
Ταυροπόλος
View word page
Ταυρικός
Ταυρικόςadjsee underΤαῦροι

ShortDef

of oxen

Debugging

Headword:
Ταυρικός
Headword (normalized):
ταυρικός
Headword (normalized/stripped):
ταυρικος
IDX:
39271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39272
Key:
Ταυρικός

Data

{'headword_display': '<b>Ταυρικός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Ταυρικός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Ταῦροι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Ταυρικός'}