Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
Ταργήλια
ταρῑ́χευσις
ταρῑχευτής
ταρῑχεύω
ταρῑ́χιον
ταρῑχοπωλέω
ταρῑχοπώλιον
τάρῑχος
τάρπην
ταρσός
ταρτάρειος
View word page
Ταργήλια
ΤαργήλιαIon.n.plΤαργήλιοςIon.mseeΘαργήλια

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ταργήλια
Headword (normalized):
ταργήλια
Headword (normalized/stripped):
ταργηλια
IDX:
39245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39246
Key:
Ταργήλια

Data

{'headword_display': '<b>Ταργήλια</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Ταργήλια</HL><PS>Ion.n.pl</PS></HG><HG><HL>Ταργήλιος</HL><PS>Ion.m</PS></HG><XR>see<Ref>Θαργήλια</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Ταργήλια'}