Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
Ταργήλια
ταρῑ́χευσις
ταρῑχευτής
ταρῑχεύω
ταρῑ́χιον
ταρῑχοπωλέω
ταρῑχοπώλιον
τάρῑχος
τάρπην
View word page
ταρβοσύνη
ταρβοσύνηηςf state of alarmfearOd.

ShortDef

fright, alarm, terror

Debugging

Headword:
ταρβοσύνη
Headword (normalized):
ταρβοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ταρβοσυνη
IDX:
39243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39244
Key:
ταρβοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>ταρβοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ταρβοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>state of alarm</Def><Tr>fear</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ταρβοσύνη'}