Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταράκτωρ
ταραντῖνον
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
Ταργήλια
ταρῑ́χευσις
ταρῑχευτής
ταρῑχεύω
ταρῑ́χιον
ταρῑχοπωλέω
View word page
ταρβαλέος
ταρβαλέοςᾱ ονadjταρβέωof persons frightened, fearfulhHom. S.

ShortDef

frighted, fearful

Debugging

Headword:
ταρβαλέος
Headword (normalized):
ταρβαλέος
Headword (normalized/stripped):
ταρβαλεος
IDX:
39240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39241
Key:
ταρβαλέος

Data

{'headword_display': '<b>ταρβαλέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταρβαλέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ταρβέω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr> frightened, fearful</Tr><Au>hHom. S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ταρβαλέος'}