Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταρ
τᾱ̓́ρα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
ταράκτωρ
ταραντῖνον
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
View word page
τάραξις
τάραξιςεωςf confusionw.gen.of lifestylesAr.

ShortDef

confusion

Debugging

Headword:
τάραξις
Headword (normalized):
τάραξις
Headword (normalized/stripped):
ταραξις
IDX:
39234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39235
Key:
τάραξις

Data

{'headword_display': '<b>τάραξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τάραξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>confusion<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of lifestyles</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τάραξις'}