Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τάπης
τάπις
ταρ
τᾱ̓́ρα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
ταράκτωρ
ταραντῖνον
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
τάρβος
View word page
ταραξι-κάρδιος
ταραξι-κάρδιοςονadjκαρδίᾱ of wordsheart-shakingAr.

ShortDef

heart-troubling

Debugging

Headword:
ταραξικάρδιος
Headword (normalized):
ταραξικάρδιος
Headword (normalized/stripped):
ταραξικαρδιος
IDX:
39232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39233
Key:
ταραξικάρδιος

Data

{'headword_display': '<b>ταραξι-κάρδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταραξι-κάρδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρδίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of words</Indic><Tr>heart-shaking</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ταραξικάρδιος'}