Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
ταρ
τᾱ̓́ρα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
ταράκτωρ
ταραντῖνον
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
View word page
ταράκτωρ
ταράκτωροροςmagitator, disturberw.gen.of a cityA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταράκτωρ
Headword (normalized):
ταράκτωρ
Headword (normalized/stripped):
ταρακτωρ
IDX:
39230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39231
Key:
ταράκτωρ

Data

{'headword_display': '<b>ταράκτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ταράκτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>agitator, disturber<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a city</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ταράκτωρ'}