Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ᾱ̔μέτερος
ἀμέτρητος
ἀμετρίᾱ
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἄμετρος
ἀμεύσασθαι
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ᾱ̔μέων
ἄμη
ἁμῃγέπῃ
ἀμήν
ἀμήνῑτος
ἀμήρυτος
View word page
ἀμετρο-επής
ἀμετρο-επήςέςadjἔπος with no limit to one's wordsintemperate in speech, loose-tonguedIl.

ShortDef

unmeasured in words

Debugging

Headword:
ἀμετροεπής
Headword (normalized):
ἀμετροεπής
Headword (normalized/stripped):
αμετροεπης
IDX:
3922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3923
Key:
ἀμετροεπής

Data

{'headword_display': '<b>ἀμετρο-επής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀμετρο-επής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>with no limit to one's words</Def><Tr>intemperate in speech, loose-tongued</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀμετροεπής'}