Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
ταρ
τᾱ̓́ρα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
ταράκτωρ
ταραντῖνον
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
τάραχος
View word page
ταρακτικός
ταρακτικόςή όνadjof the sense of hearingable to cause a disturbancew.gen.in the mindPlu.of a malaise in the statePlu. ταρακτικῶςadv w. ἔχεινbe intent on causing a disturbanceMen.

ShortDef

disturbing

Debugging

Headword:
ταρακτικός
Headword (normalized):
ταρακτικός
Headword (normalized/stripped):
ταρακτικος
IDX:
39228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39229
Key:
ταρακτικός

Data

{'headword_display': '<b>ταρακτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταρακτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the sense of hearing</Indic><Tr>able to cause a disturbance<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in the mind</Expl></Tr><Au>Plu.</Au><aS2><Indic>of a malaise in the state</Indic><Au>Plu.</Au></aS2></aS1> <Adv><vHG><HL>ταρακτικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Phr><Indic><GLbl>w. <Ref>ἔχειν</Ref></GLbl></Indic><TrPhr>be intent on causing a disturbance</TrPhr><Au>Men.</Au></Phr></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ταρακτικός'}