Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
ταρ
τᾱ̓́ρα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτικός
τάρακτρον
ταράκτωρ
ταραντῖνον
ταραξικάρδιος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχή
View word page
ταραγμός
ταραγμόςοῦmstate of disorderdisturbance, confusion, turmoilE.in the mindA. E.

ShortDef

disturbance, confusion

Debugging

Headword:
ταραγμός
Headword (normalized):
ταραγμός
Headword (normalized/stripped):
ταραγμος
IDX:
39227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39228
Key:
ταραγμός

Data

{'headword_display': '<b>ταραγμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ταραγμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>state of disorder</Def><Tr>disturbance, confusion, turmoil</Tr><Au>E.</Au><nS2><Indic>in the mind</Indic><Au>A. E.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ταραγμός'}