Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιαρχίᾱ
ταξίαρχος
ταξιόομαι
τάξις
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
ταρ
τᾱ̓́ρα
View word page
ταξιόομαι
ταξιόομαιmid.contr.vb of a warriorstation oneselfin battlePi.

ShortDef

to engage in battle

Debugging

Headword:
ταξιόομαι
Headword (normalized):
ταξιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ταξιοομαι
IDX:
39215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39216
Key:
ταξιόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ταξιόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ταξιόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a warrior</Indic><Tr>station oneself<Expl>in battle</Expl></Tr><Au>Pi.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ταξιόομαι'}