Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιαρχίᾱ
ταξίαρχος
ταξιόομαι
τάξις
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
τάπις
View word page
ταξιαρχίᾱ
ταξιαρχίᾱᾱςf office of taxiarchArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταξιαρχίᾱ
Headword (normalized):
ταξιαρχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ταξιαρχια
IDX:
39213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39214
Key:
ταξιαρχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ταξιαρχίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ταξιαρχίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>office of taxiarch</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ταξιαρχίᾱ'}