Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιαρχίᾱ
ταξίαρχος
ταξιόομαι
τάξις
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόω
ταπείνωσις
τάπης
View word page
ταξιαρχέω
ταξιαρχέωcontr.vbταξίαρχος serve as a taxiarch Th. Lys. Ar. X. D. Arist.

ShortDef

to be a taxiarch

Debugging

Headword:
ταξιαρχέω
Headword (normalized):
ταξιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
ταξιαρχεω
IDX:
39212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39213
Key:
ταξιαρχέω

Data

{'headword_display': '<b>ταξιαρχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ταξιαρχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ταξίαρχος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>serve as a taxiarch</Tr> <Au>Th. Lys. Ar. X. D. Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ταξιαρχέω'}