Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιαρχίᾱ
ταξίαρχος
ταξιόομαι
τάξις
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόω
View word page
τανύφυλλος
τανύφυλλοςadjseeτανίφυλλος

ShortDef

with long-pointed leaves

Debugging

Headword:
τανύφυλλος
Headword (normalized):
τανύφυλλος
Headword (normalized/stripped):
τανυφυλλος
IDX:
39210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39211
Key:
τανύφυλλος

Data

{'headword_display': '<b>τανύφυλλος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>τανύφυλλος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>τανίφυλλος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τανύφυλλος'}