Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανύθριξ
τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιαρχίᾱ
ταξίαρχος
ταξιόομαι
τάξις
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
View word page
τανύ-φλοιος
τανύ-φλοιοςονadjταναόςτανύω; φλοιός of treesapp.with fine barksmooth-barkedIl. Theoc.

ShortDef

with long-stretched bark

Debugging

Headword:
τανύφλοιος
Headword (normalized):
τανύφλοιος
Headword (normalized/stripped):
τανυφλοιος
IDX:
39209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39210
Key:
τανύφλοιος

Data

{'headword_display': '<b>τανύ-φλοιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τανύ-φλοιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ταναός</Ref><Ref>τανύω</Ref>; <Ref>φλοιός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of trees</Indic><Qualif>app.</Qualif><Def>with fine bark</Def><Tr>smooth-barked</Tr><Au>Il. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τανύφλοιος'}