Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανυήκης
τανύθριξ
τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιαρχίᾱ
ταξίαρχος
ταξιόομαι
τάξις
ταπεινός
ταπεινότης
View word page
τανύσφυρος
τανύσφυροςadjseeτανίσφυρος

ShortDef

with taper ancles

Debugging

Headword:
τανύσφυρος
Headword (normalized):
τανύσφυρος
Headword (normalized/stripped):
τανυσφυρος
IDX:
39208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39209
Key:
τανύσφυρος

Data

{'headword_display': '<b>τανύσφυρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>τανύσφυρος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>τανίσφυρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τανύσφυρος'}