Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανυέθειρα
τανυήκης
τανύθριξ
τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιαρχίᾱ
ταξίαρχος
ταξιόομαι
τάξις
ταπεινός
View word page
τανυστύς
τανυστύςύοςf tautening, bendingof a bow, in order to string itOd.

ShortDef

a stretching, stringing

Debugging

Headword:
τανυστύς
Headword (normalized):
τανυστύς
Headword (normalized/stripped):
τανυστυς
IDX:
39207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39208
Key:
τανυστύς

Data

{'headword_display': '<b>τανυστύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τανυστύς</HL><Infl>ύος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>tautening, bending<Expl>of a bow, in order to string it</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τανυστύς'}