Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανύθριξ
τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιαρχίᾱ
ταξίαρχος
ταξιόομαι
τάξις
View word page
τανυσί-πτερος
τανυσί-πτεροςονadjπτερόν of birdsspread-wingedOd. Hes. hHom. Lyr. Ar.of the moon, as the goddess SelenehHom.

ShortDef

with extended wings, long-winged

Debugging

Headword:
τανυσίπτερος
Headword (normalized):
τανυσίπτερος
Headword (normalized/stripped):
τανυσιπτερος
IDX:
39206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39207
Key:
τανυσίπτερος

Data

{'headword_display': '<b>τανυσί-πτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τανυσί-πτερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πτερόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of birds</Indic><Tr>spread-winged</Tr><Au>Od. Hes. hHom. Lyr. Ar.</Au><aS2><Indic>of the moon, as the goddess Selene</Indic><Au>hHom.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'τανυσίπτερος'}