Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανυγλώχῑν
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανύθριξ
τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιαρχίᾱ
ταξίαρχος
ταξιόομαι
View word page
τανύ-ρριζος
τανύ-ρριζοςονadjῥίζα of poplarslong-rootedHes.

ShortDef

with far-stretching roots

Debugging

Headword:
τανύρριζος
Headword (normalized):
τανύρριζος
Headword (normalized/stripped):
τανυρριζος
IDX:
39205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39206
Key:
τανύρριζος

Data

{'headword_display': '<b>τανύ-ρριζος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τανύ-ρριζος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥίζα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of poplars</Indic><Tr>long-rooted</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τανύρριζος'}