Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανύγλωσσος
τανυγλώχῑν
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανύθριξ
τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιαρχίᾱ
ταξίαρχος
View word page
τανυ-πτέρυξ
τανυ-πτέρυξυγοςmasc.fem.adj alsoτανυπτέρυγοςονadj of birdslong-wingedspread-wingedIl. Alcm.of a flySimon.

ShortDef

with wings extended, long-winged

Debugging

Headword:
τανυπτέρυξ
Headword (normalized):
τανυπτέρυξ
Headword (normalized/stripped):
τανυπτερυξ
IDX:
39204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39205
Key:
τανυπτέρυξ

Data

{'headword_display': '<b>τανυ-πτέρυξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τανυ-πτέρυξ</HL><Infl>υγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS> <HG2><Lbl>also</Lbl><HL2>τανυπτέρυγος</HL2><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG2></HG> <aS1><Indic>of birds</Indic><Tr>long-winged<or/>spread-winged</Tr><Au>Il. Alcm.</Au><aS2><Indic>of a fly</Indic><Au>Simon.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'τανυπτέρυξ'}