Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Τάνταλος
τανυᾱ́κης
τανύγλωσσος
τανυγλώχῑν
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανύθριξ
τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
View word page
τανύ-πους
τανύ-πουςποδοςmasc.fem.adjπούς of Erinyesfar-stridingS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τανύπους
Headword (normalized):
τανύπους
Headword (normalized/stripped):
τανυπους
IDX:
39202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39203
Key:
τανύπους

Data

{'headword_display': '<b>τανύ-πους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τανύ-πους</HL><Infl>ποδος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>far-striding</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τανύπους'}