Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανίφυλλος
τανταλείᾱ
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυᾱ́κης
τανύγλωσσος
τανυγλώχῑν
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανύθριξ
τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
View word page
τανύ-θριξ
τανύ-θριξτριχοςmasc.fem.adjθρίξ of a goatlong-haired, shaggyHes.of a piglong-bristledSemon.

ShortDef

long-haired, shaggy

Debugging

Headword:
τανύθριξ
Headword (normalized):
τανύθριξ
Headword (normalized/stripped):
τανυθριξ
IDX:
39199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39200
Key:
τανύθριξ

Data

{'headword_display': '<b>τανύ-θριξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τανύ-θριξ</HL><Infl>τριχος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>θρίξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a goat</Indic><Tr>long-haired, shaggy</Tr><Au>Hes.</Au><aS2><Indic>of a pig</Indic><Tr>long-bristled</Tr><Au>Semon.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'τανύθριξ'}