Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τᾱνίκα
τανίσφυρος
τανίφυλλος
τανταλείᾱ
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυᾱ́κης
τανύγλωσσος
τανυγλώχῑν
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανύθριξ
τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
View word page
τανυ-έθειρα
τανυ-έθειραᾱςfem.adjταναόςτανύω of Semelelong-hairedPi.

ShortDef

with flowing hair

Debugging

Headword:
τανυέθειρα
Headword (normalized):
τανυέθειρα
Headword (normalized/stripped):
τανυεθειρα
IDX:
39197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39198
Key:
τανυέθειρα

Data

{'headword_display': '<b>τανυ-έθειρα</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τανυ-έθειρα</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>ταναός</Ref><Ref>τανύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Semele</Indic><Tr>long-haired</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τανυέθειρα'}