Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τανηλεγής
τᾱνίκα
τανίσφυρος
τανίφυλλος
τανταλείᾱ
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυᾱ́κης
τανύγλωσσος
τανυγλώχῑν
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανύθριξ
τάνυμαι
τανύπεπλος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
View word page
τανύ-δρομος
τανύ-δρομοςονadjτανύωδρόμος of a personrunning at full stretchA.

ShortDef

running at full stretch

Debugging

Headword:
τανύδρομος
Headword (normalized):
τανύδρομος
Headword (normalized/stripped):
τανυδρομος
IDX:
39196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39197
Key:
τανύδρομος

Data

{'headword_display': '<b>τανύ-δρομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τανύ-δρομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τανύω</Ref><Ref>δρόμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>running at full stretch</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τανύδρομος'}