Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ᾱ̔μέτερος
ἀμέτρητος
ἀμετρίᾱ
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἄμετρος
ἀμεύσασθαι
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ᾱ̔μέων
ἄμη
View word page
ᾱ̔μέτερος
ᾱ̔μέτεροςdial.possessv.adj seeἡμέτερος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̔μέτερος
Headword (normalized):
ᾱ̔μέτερος
Headword (normalized/stripped):
αμετερος
IDX:
3918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3919
Key:
ᾱ̔μέτερος

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̔μέτερος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾱ̔μέτερος</HL><PS>dial.possessv.adj</PS></HG> <XR>see<Ref>ἡμέτερος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̔μέτερος'}