Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ᾱ̔μέτερος
ἀμέτρητος
ἀμετρίᾱ
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἄμετρος
ἀμεύσασθαι
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ᾱ̔μέων
View word page
ἀ-μετάτρεπτος
ἀ-μετάτρεπτοςονadjμετατρέπω not to be deflectedfr. one's purposePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμετάτρεπτος
Headword (normalized):
ἀμετάτρεπτος
Headword (normalized/stripped):
αμετατρεπτος
IDX:
3917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3918
Key:
ἀμετάτρεπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μετάτρεπτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀ-μετάτρεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μετατρέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>not to be deflected<Expl>fr. one's purpose</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀμετάτρεπτος'}