Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ᾱ̔μέτερος
ἀμέτρητος
ἀμετρίᾱ
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἄμετρος
ἀμεύσασθαι
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
View word page
ἀ-μετάστροφος
ἀ-μετάστροφοςονadj unable to be turned roundirreversiblePl.

ShortDef

unalterable

Debugging

Headword:
ἀμετάστροφος
Headword (normalized):
ἀμετάστροφος
Headword (normalized/stripped):
αμεταστροφος
IDX:
3916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3917
Key:
ἀμετάστροφος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μετάστροφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-μετάστροφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>unable to be turned round</Def><Tr>irreversible</Tr><Au>Pl.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'ἀμετάστροφος'}