Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταλαύρῑνος
ταλάφρων
τᾱλίκος
τᾶλις
ταμέειν
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμίᾱ
ταμίᾱς
ταμιείᾱ
ταμιείδιον
ταμιεῖον
ταμιεύματα
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμίη
τάμισος
τάμνω
τᾶμος
τἀν
τᾱ́ν
View word page
ταμιείδιον
ταμιείδιονουndimin.ταμιεῖον storeroomin a houseMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταμιείδιον
Headword (normalized):
ταμιείδιον
Headword (normalized/stripped):
ταμιειδιον
IDX:
39168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39169
Key:
ταμιείδιον

Data

{'headword_display': '<b>ταμιείδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ταμιείδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>ταμιεῖον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>storeroom<Expl>in a house</Expl></Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ταμιείδιον'}