Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
ταλάσσω
ταλαύρῑνος
ταλάφρων
τᾱλίκος
τᾶλις
ταμέειν
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμίᾱ
ταμίᾱς
ταμιείᾱ
ταμιείδιον
ταμιεῖον
ταμιεύματα
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμίη
τάμισος
View word page
ταμεσί-χρως
ταμεσί-χρωςχροοςmasc.fem.adjτέμνωχρώς of weaponsflesh-cutting, piercingIl.

ShortDef

cutting the skin, wounding

Debugging

Headword:
ταμεσίχρως
Headword (normalized):
ταμεσίχρως
Headword (normalized/stripped):
ταμεσιχρως
IDX:
39164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39165
Key:
ταμεσίχρως

Data

{'headword_display': '<b>ταμεσί-χρως</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταμεσί-χρως</HL><Infl>χροος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>τέμνω</Ref><Ref>χρώς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of weapons</Indic><Tr>flesh-cutting, piercing</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ταμεσίχρως'}