Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ᾱ̔μέτερος
ἀμέτρητος
ἀμετρίᾱ
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἄμετρος
ἀμεύσασθαι
ἀμεύσιμος
View word page
ἀ-μεταστρεπτί
ἀ-μεταστρεπτίadvμεταστρέφω without turning roundPl. X.

ShortDef

without turning, straight forward

Debugging

Headword:
ἀμεταστρεπτί
Headword (normalized):
ἀμεταστρεπτί
Headword (normalized/stripped):
αμεταστρεπτι
IDX:
3915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3916
Key:
ἀμεταστρεπτί

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μεταστρεπτί</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀ-μεταστρεπτί</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>μεταστρέφω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>without turning round</Tr><Au>Pl. X.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀμεταστρεπτί'}