Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλᾱς
ταλασήιος
ταλασίᾱ
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργίᾱ
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
ταλάσσω
ταλαύρῑνος
ταλάφρων
τᾱλίκος
τᾶλις
ταμέειν
ταμεῖον
ταμεσίχρως
View word page
ταλασιουργικός
ταλασιουργικόςή όνadjof the craftof wool-workingPl.of implementsfor wool-workingX.

ShortDef

of or for wool-spinning

Debugging

Headword:
ταλασιουργικός
Headword (normalized):
ταλασιουργικός
Headword (normalized/stripped):
ταλασιουργικος
IDX:
39154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39155
Key:
ταλασιουργικός

Data

{'headword_display': '<b>ταλασιουργικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταλασιουργικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the craft</Indic><Tr>of wool-working</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of implements</Indic><Tr>for wool-working</Tr><Au>X.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ταλασιουργικός'}