Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλᾱς
ταλασήιος
ταλασίᾱ
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργίᾱ
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
ταλάσσω
ταλαύρῑνος
ταλάφρων
τᾱλίκος
τᾶλις
ταμέειν
View word page
ταλασιουργέω
ταλασιουργέωcontr.vbταλασιουργός of a womanbe a wool-workerX.

ShortDef

to spin wool

Debugging

Headword:
ταλασιουργέω
Headword (normalized):
ταλασιουργέω
Headword (normalized/stripped):
ταλασιουργεω
IDX:
39152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39153
Key:
ταλασιουργέω

Data

{'headword_display': '<b>ταλασιουργέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ταλασιουργέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ταλασιουργός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>be a wool-worker</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ταλασιουργέω'}