Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταλακάρδιος
τάλαν
ταλαντείᾱ
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλᾱς
ταλασήιος
ταλασίᾱ
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργίᾱ
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
View word page
ταλαρίσκος
ταλαρίσκοςουmdimin.τάλαρος basketpotfor plantsTheoc.

ShortDef

quasillus

Debugging

Headword:
ταλαρίσκος
Headword (normalized):
ταλαρίσκος
Headword (normalized/stripped):
ταλαρισκος
IDX:
39146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39147
Key:
ταλαρίσκος

Data

{'headword_display': '<b>ταλαρίσκος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ταλαρίσκος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>dimin.<Ref>τάλαρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>basket<or/>pot<Expl>for plants</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ταλαρίσκος'}